παραμύθι, τὸ
Ερμηνεία:
[μια φανταστική αφήγηση όμορφων ή δυσάρεστων γεγονότων για παιδία]
Ετυμολογία:
< (Όμηρ.) παραμυθέομαι, παραμυθούμαι (ομιλώ σε κάποιον για να του αλλάξω τη γνώμη του, παρηγορώ ή παραινώ, ενθαρρύνω) < Καινή Διαθήκη, προς Φιλιππισσίους 2,1 παραμύθιον (παρηγοριά, παραίνεση, καταπράυνση, ενθάρρυνση) < παρά + μυθοῦμαι < μῦθος]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον πῶς μοῦ τὸ ἔλεγεν ἡ ἀείμνηστος ἡ κυρούλα μου τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο παραμύθι …[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|